- οσημέραι
- (ΑΜ ὁσημέραι)επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρόαρχ.1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια τής ημέρας και κάθε μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].
Dictionary of Greek. 2013.